- κερατώνω
- κερατώνω, κεράτωσα, κερατωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κερατώνω — (Α κερατῶ, όω, Μ κερατώνω) [κέρας] νεοελλ. μσν. απατώ τον σύζυγο ή τη σύζυγό μου («τόν κερατώνει τον άνδρα της, τήν κερατώνει όμως κι αυτός») αρχ. 1. μεταβάλλω κάτι σε κέρατο ως προς τη σκληρότητα, σκληραίνω κάτι («πηγνύντος αὐτὸ καὶ κερατοῡντος… … Dictionary of Greek
κερατώνω — κεράτωσα, κερατώθηκα, κερατωμένος, προσβάλλω τη συζυγική τιμή, απατώ: Τον κερατώνει τον άντρα της με το γείτονά της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακεράτωτος — η, ο [κερατώνω] 1. αυτός που δεν κερατώθηκε, που δεν απατήθηκε από τη γυναίκα του, που δεν ατιμάστηκε η συζυγική του πίστη, ή, αντίστροφα, αυτή που ο άντρας της δεν τήν απάτησε, δεν ατίμασε τη συζυγική πίστη 2. κατ’ επέκταση, αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κέρατο — το (Μ κέρατον) σκληρή απόφυση που αναπτύσσεται στο κεφάλι πολλών οπληφόρων θηλαστικών και έχει διάφορα σχήματα νεοελλ. 1. μτφ. καθετί που προεξέχει αντιαισθητικά 2. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που φέρνει δυσκολίες 3. το φανταστικό σημάδι τών… … Dictionary of Greek
κεράτωμα — (I) το ιατρ. κεράτωση τού δέρματος με όψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoma]. (II) το [κερατώνω] η διάπραξη μοιχείας ή το να γίνει κάποιος κερατάς … Dictionary of Greek
κεράτωση — (I) η ιατρ. κάθε έπαρμα τού δέρματος που προέρχεται από υπερβολική ανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratosis]. (II) η (Μ κεράτωσις) [κερατώνω] το κεράτωμα, η διάπραξη μοιχείας … Dictionary of Greek
κερατώ — κερατῶ, όω (Α) βλ. κερατώνω … Dictionary of Greek